αιδεσιμολογιότητα

αιδεσιμολογιότητα
η (-ης, -ητος)
ως προσφώνηση έγγαμου ιερέα, πρωτοπρεσβύτερου ή θεολόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιδέσιμος + λόγιος + κατάλ. -ότητα < -ότης
η λ. αποτελεί νεόπλασμα τού Διονυσίου Εφέσου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”